κουβαριάζω

κουβαριάζω
κουβάριασα, κουβαριάστηκα, κουβαριασμένος
1. τυλίγω νήμα σε κουβάρι.
2. κουλουριάζω, συσπειρώνω.
3. εξαπατώ κάποιον, τον τυλίγω: Τον κουβάριασε η κατεργάρα το γιατρό.
4. το μέσ., κουβαριάζομαι μαζεύομαι, κουλουριάζομαι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κουβαριάζω — κουβαριάζω, κουβάριασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κουβαριάζω — και κουβαρίζω (Μ κουβαριάζω και κουβαρίζω) [κουβάρι] τυλίγω νήμα σε κουβάρι νεοελλ. 1. συστρέφω ή τσαλακώνω κάτι («έβγαλε από το κεφάλι τη μπόλια της και κουβαριάζοντάς την τήν έριξε χάμου με ορμή», Θεοτ.) 2. εξαπατώ κάποιον, τόν τυλίγω 3. μέσ.… …   Dictionary of Greek

  • ακουβάριαστος — η, ο αυτός που δεν κουβαριάστηκε ή δεν μπορεί να κουβαριαστεί, να τυλιχτεί σε κουβάρι «ακουβάριαστο μαλλί». [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κουβαριαστός < κουβαριάζω] …   Dictionary of Greek

  • κουβάριασμα — το [κουβαριάζω] 1. τύλιγμα, μάζεμα σε κουβάρι 2. τύλιγμα σε σφαιρικό σχήμα ή τσαλάκωμα («το κουβάριασμα τού βιβλίου») …   Dictionary of Greek

  • κουβαριαστός — ή, ό [κουβαριάζω] τυλιγμένος σε κουβάρι, κουβαριασμένος …   Dictionary of Greek

  • μόθος — μόθος, ὁ (Α) 1. ταραχή πολέμου 2. (γενικά) συμπλοκή, μάχη 3. (για άλογο) θόρυβος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. μόθος θα μπορούσε να συνδεθεί με άλλους ΙΕ τύπους (πρβλ. αρχ. σλαβ. motati se «ερεθίζομαι, διεγείρομαι», ρωσ. motati «εξαφανίζω,… …   Dictionary of Greek

  • ξεκουβαριάζω — ξετυλίγω κουβάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + κουβαριάζω (< κουβάρι)] …   Dictionary of Greek

  • συσπειρώ — (I) άω, ΜΑ 1. συστέλλω, συμμαζεύω («ἡ γαστὴρ συναγαγοῡσα... ἑαυτὴν καὶ συσπειράσασα», Γαλ.) 2. συναθροίζω πολλούς γύρω από κάποιον ή από κάτι («περὶ τὸν βασιλέα συνεσπειραμέναι», Αριστοτ.) 3. κάνω ένα κουβάρι, κουλουριάζω, κουβαριάζω («ἔν τινι… …   Dictionary of Greek

  • συσπειρώνω — συσπειρῶ, όω, ΝΑ 1. συστρέφω κάτι σπειροειδώς, κουλουριάζω, κουβαριάζω 2. συναθροίζω πολλούς γύρω από κάποιον ή από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σπειροῦμαι (< σπεῖρα)] …   Dictionary of Greek

  • τυλίγω — τυλίσσω, ΝΜΑ, και τυλίζω Ν, και αττ. τ. τυλίττω Α (ιδίως σχετικά με νήμα, ταινία, ύφασμα ή σύρμα) περιελίσσω, στρέφω κάτι γύρω από τον εαυτό του ή γύρω από κάτι άλλο, κουλουριάζω, κουβαριάζω (α. «τής έρριψε μίαν ανεμόσκαλαν μεταξωτήν, τυλιγμένην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”